Yπερπλασία προστάτη
H καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (ΚΥΠ) είναι μια καλοήθης αύξηση του μεγέθους του προστάτη. Η ΚΥΠ οφείλεται σε αύξηση του αριθμού των επιθηλιακών κυττάρων και των κυττάρων του στρώματος με αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων, αρκετά διακριτών οζιδίων στη μεταβατική ζώνη του προστάτη. Όταν είναι αρκετά μεγάλα, τα οζίδια προβάλλουν στην ουρήθρα και αυξάνουν την αντίσταση στη ροή των ούρων από την κύστη. Αυτό συνήθως αποκαλείται απόφραξη. Η αύξηση στην αντίσταση έχεις ως αποτέλεσμα ως εξωστήρας μυς της κύστης να δουλεύει περισσότερο με αποτέλεσμα την σταδιακή υπερτροφία, αστάθεια ή ατονία του μυ της κύστης. Αν και τα επίπεδα προστατικού αντιγόνου (PSA) μπορεί να είναι ανεβασμένα λόγω φλεγμονής και του αυξημένου όγκου του οργάνου, η ΚΥΠ δεν οδηγεί σε καρκίνο ή σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.
Η αδενωματώδης αύξηση του μεγέθους του προστάτη θεωρείται ότι ξεκινά περίπου στην ηλικία των 30 ετών. Στην ηλικία των 50 υπολογίζεται ότι περίπου οι μισοί άνδρες εμφανίζουν ΚΥΠ και 75% στην ηλικία των 80. Περίπου στους μισούς από αυτούς η ΚΥΠ είναι κλινικά σημαντική.
Με ποιά συμπτώματα παρουσιάζεται;
Τα συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη, εγκαθίστανται σταδιακά και επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου και για όσο η νόσος παραμένει χωρίς θεραπεία.
Μπορεί να υπάρχει μια καθυστέρηση στην έναρξη της ούρησης, ή να χρειάζεται σπρώξιμο, σφίξιμο για να ξεκινήσει η ούρηση. Παρουσιάζεται επίσης αδύναμη ή αργή ροή των ούρων σε σχέση με το παρελθόν, ενώ μπορεί κάποιες φορές η ούρηση να σταματά και να ξαναξεκινά (διακεκομμένη ούρηση). Ο ασθενής συνήθως αναφέρει ένα αίσθημα ατελούς αδειάσματος της κύστης (από την υπολοιπόμενη ποσότητα ούρων ), ενώ χαρακτηριστικά εμφανίζεται και συχνουρία, η οποία γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή και ενοχλητική τη νύχτα (νυκτουρία ). Πολλές φορές οι ασθενείς αναφέρουν δυνατή ή ξαφνική ανάγκη για ούρηση που δεν μπορούν να την αναβάλλουν, ενώ μπορεί να υπάρχει και μια μικρή ακούσια απώλεια ούρων, καθώς επίσης και ένα πολύ ενοχλητικό “στάξιμο” μετά το τέλος της ούρησης.
Τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναφέρουμε, ότι τα συμπτώματα αυτά του κατώτερου ουροποιητικού που προκαλούνται από την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, σχετίζονται με διαταραχές της στυτικής λειτουργίας, εκσπερμάτισης και οργασμού, οι οποίες βελτιώνονται και αυτές με τη θεραπεία που λαμβάνει ο πάσχων για τη βελτίωση των συμπτωμάτων της Κ.Υ.Π.
Το μέγεθος του προστάτη δεν σχετίζεται πάντα με την ένταση ή σοβαρότητα των συμπτωμάτων: Βλέπουμε συχνά άνδρες με μεγάλους προστάτες να μην παρουσιάζουν ιδιαίτερη απόφραξη και να έχουν ελάχιστα συμπτώματα, τη στιγμή που άλλοι με μικρότερους προστάτες παρουσιάζουν έντονα αποφρακτική ούρηση και σοβαρή συμπτωματολογία.
Μεγάλη προσοχή χρειάζεται και το ότι όπως είπαμε τα συμπτώματα εγκαθίστανται αργά και βαθμιαία, με αποτέλεσμα ο πάσχων να μην αντιλαμβάνεται τις αλλαγές στην ούρησή του και να τη θεωρεί και « φυσιολογική ». Κάποιοι μάλιστα μπορεί να μην γνωρίζουν ότι έχουν αποφρακτική ούρηση, μέχρι να συνειδητοποιήσουν ξαφνικά κάποια στιγμή ότι τους είναι αδύνατον να ουρήσουν. Αυτή η κατάσταση που καλείται οξεία επίσχεση ούρων, είναι συχνή σε άνδρες με καλοήθη υπερπλασία προστάτου, και μπορεί να προκληθεί από μεγάλη λήψη υγρών σε μικρό χρόνο, από έκθεση στο κρύο, από κατανάλωση αλκοόλ, καθώς επίσης και από χρήση αντιισταμινικών , αποσυμφορητικών και σπασμολυτικών φαρμάκων.
Τι μπορεί να προκαλέσει αν παραμείνει χωρίς θεραπεία;
Η υπερπλασία του προστάτη δεν απειλεί άμεσα τη ζωή, μπορεί όμως να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα με την πάροδο του χρόνου αν αφεθεί χωρίς θεραπεία. Η αδυναμία της κύστης να αποβάλλει τα ούρα τα οποία παραμένουν και λιμνάζουν, καθώς και η επίσχεση των ούρων, μπορεί να προκαλέσουν ουρολοιμώξεις, τόσο στο κατώτερο ουροποιητικό όσο και στους νεφρούς, λιθίαση ή εκκολπώματα της κύστης, ενώ αν η κατάσταση παραμείνει χωρίς θεραπεία, σε πιο προχωρημένο στάδιο μπορεί να εμφανιστεί ακράτεια ούρων από υπερπλήρωση, παλινδρόμηση ούρων στους νεφρούς και τελικά ακόμα και νεφρική ανεπάρκεια.
Πώς γίνεται η διάγνωση, αξιολόγηση και παρακολούθηση της ΚΥΠ;
Η διάγνωση ξεκινά από τη λήψη από το γιατρό ενός πολύ καλού ιστορικού, που περιλαμβάνει τόσο τα υποκειμενικά συμπτώματα που περιγράφει ο ασθενής και την καταγραφή των ουρήσεών του ( ημερολόγια ούρησης ), όσο και το γενικότερο ατομικό και οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, καθώς και τη συμπλήρωση κάποιων ερωτηματολογίων για την « τυποποίηση » των συμπτωμάτων.
Ακολουθεί μια καλή κλινική εξέταση του ασθενούς, που περιλαμβάνει απαραιτήτως και τη δακτυλική εξέταση, η οποία θεωρείται αναντικατάστατη, εφόσον μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την υφή, τη μορφολογία και το μέγεθος του προστάτη.
Στη συνέχεια ακολουθεί ο εργαστηριακός έλεγχος, που περιλαμβάνει:
- Βασικό αιματολογικό έλεγχο ( γενική αίματος, σάκχαρο, ουρία, κρεατινίνη)
- Μέτρηση του PSA ( Prostate Specific Antigen ), το οποίο είναι μια ουσία ειδική για τον προστάτη που μετράται στο αίμα, και αποτελεί εξέταση κλειδί για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη.
- Ουροροομέτρηση: ο ασθενής ουρεί σε ειδική συσκευή, η οποία μας δίνει ένα διάγραμμα με πληροφορίες για τη ροή των ούρων, του όγκου της ούρησης και του χρόνου που απαιτείται για την ολοκλήρωσή της, κάνοντας έτσι μια αντικειμενική εκτίμηση του βαθμού της απόφραξης της ουρήθρας από το διογκωμένο προστάτη.
- Έλεγχο των νεφρών αλλά και της υπολοιπόμενης ποσότητας ούρων με υπέρηχο.
- Ο εργαστηριακός έλεγχος ολοκληρώνεται με το διορθικό υπερηχογράφημα του προστάτη και ενδεχομένως την ουρηθροκυστεοσκόπηση που γίνεται για αποκλεισμό άλλων καταστάσεων ή για σχεδιασμό της χειρουργικής αντιμετώπισης.
- Ο εργαστηριακός έλεγχος ολοκληρώνεται με το διορθικό υπερηχογράφημα του προστάτη και ενδεχομένως την ουρηθροκυστεοσκόπηση που γίνεται για αποκλεισμό άλλων καταστάσεων ή για σχεδιασμό της χειρουργικής αντιμετώπισης.