Χρόνια προστατίτιδα
Ο όρος “χρόνια προστατίτιδα”, ή “σύνδρομο χρονίου πυελικού άλγους”, περικλείει μια πλειάδα κλινικών συνδρόμων που εκλύονται λόγω φλεγμονής του προστάτη αδένα αλλά σχετίζονται στενά και με δυσλειτουργικά φαινόμενα των ανατομικών δομών που συγκροτούν το “πυελικό έδαφος”. Οι σχηματισμοί αυτοί είναι μυοσκελετικές δομές (μυς, περιτονίες), αγγεία και νεύρα που έρχονται σε στενή επαφή και αλληλεπιδρούν με τον προστάτη.
Πώς εκδηλώνεται;
Η κατάσταση αυτή μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλους τρόπους. Σε πολλούς ασθενείς παρουσιάζεται σταδιακά συχνουρία, αίσθημα ατελούς αδειάσματος της κύστης, κάψιμο ή φαγούρα στην ουρήθρα, δυσχέρεια στην ούρηση, ακαθόριστος πόνος στην κατώτερη κοιλιά, τους όρχεις, το περίνεο, την εσωτερική πλευρά των μηρών ή και τη ράχη. Σε ορισμένους ασθενείς παρατηρείται μια μόνιμη ενόχληση ή πόνος κατά την εκσπερμάτιση, αίμα στο σπέρμα (αιμοσπερμία), δυσάρεστη οσμή, αλλοιωμένο χρώμα ή κροκυδώσεις του σπέρματος (εικόνα “ζελέ”), πρόωρη εκσπερμάτιση ή και στυτική δυσλειτουργία με ή χωρίς συμπτώματα ούρησης.
Σημειώνεται ότι σε ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών τα συμπτώματα είναι πολύ ελαφρά έως ανύπαρκτα. Εδώ η ανακάλυψη της νόσου πιθανόν να είναι τυχαία στα πλαίσια διερεύνησης που διενεργείται για άλλους λόγους π.χ. λόγω υπογονιμότητας. Σε αρκετούς ασθενείς η φλεγμονή του προστάτη διαπιστώνεται σε ιστοπαθολογικά παρασκευάσματα μετά από διουρηθρική ή ανοικτή προστατεκτομή λόγω καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη.
Πού οφείλεται;
Πιστεύουμε ότι η εγκατάσταση στον προστάτη μικροβιακών στελεχών πυροδοτεί τη φλεγμονή, η οποία συχνά εξελίσσεται με ήπιο τρόπο και μεταπίπτει σε χρόνια κατάσταση. Όπως χαρακτηριστικά λέγεται, τα μικρόβια είναι “το φυτίλι που ανάβει τη βόμβα”. Τα μικρόβια είναι είτε εντερικής προέλευσης (κολοβακτηρίδιο, εντερόκοκκος, πρωτέας, κλεμπσιέλλα,διάφορα αναερόβια), είτε μη ειδικά (χλαμύδια, μυκόπλασμα, ουρεάπλασμα,τριχομονάδα) και μέσω της ουρήθρας εγκαθίστανται και αναπτύσσονται μέσα στα προστατικά αδένια, όπου προκαλούν εστιακή φλεγμονή. Μέσω της δημιουργίας βιομεμβρανών που επικαλύπτουν τις αποικίες τους και λόγω της ύπαρξης του αιμοπροστατικού φραγμού, που δυσχεραίνει τη διάχυση αντιβιοτικών μέσα στα αδένια, αυτό τα μικρόβια προστατεύονται. Εκεί είναι δύσκολο να προσβληθούν από τους ανοσιακούς μηχανισμούς και έτσι αναπτύσσονται με έναν λανθάνοντα τρόπο. Σε εστίες έντονης φλεγμονής εναποτίθενται πρωτεϊνες οξείας φάσης, οι οποίες αλληλεπιδρούν με προϊόντα του μεταβολισμού μικροοργανισμών και δίνουν γένεση σε μικροσκοπικούς λίθους (προστατόλιθοι). Η δημιουργία αυτών των λίθων ευνοεί ακόμη περισσότερο την προστασία των μικροοργανισμών στην παρυφή τους. Ο ρόλος των ιών (HPV, CMV, ρετροϊοί) παραμένει σκοτεινός και ίσως τελικά αποδειχτεί πως έχει κλινικές προεκτάσεις. Τα τελευταία χρόνια είναι επίσης υπό έρευνα ο ρόλος των νανοβακτηρίων, ιδίως σε ασθενείς με έντονη προστατική λιθίαση.
Η μετέπειτα εξέλιξη των συμπτωμάτων δεν συνοδεύεται απαραίτητα από ανίχνευση μικροβίων στα ούρα, το προστατικό υγρό ή το σπέρμα. Τα συμπτώματα σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην προσβολή και δυσλειτουργία των μυών, αγγείων και νεύρων που βρίσκονται γύρω από τον προστάτη και σε στενότατη επαφή με αυτόν.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται με τη βοήθεια του ιστορικού του ασθενή, την κλινική εξέταση, τον απεικονιστικό και εργαστηριακό έλεγχο. Ο κλινικός έλεγχος περιλαμβάνει τη δακτυλική εξέταση του προστάτη από το ορθό, η οποία προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την κατάσταση του προστάτη. Από τις απεικονιστικές εξετάσεις το υπερηχογράφημα, ιδίως από το ορθό (διορθικό υπερηχογράφημα), δίνει στο γιατρό λεπτομερή απεικόνιση της ανατομικής υφής του προστάτη και των σπερματοδόχων κύστεων, που βρίσκονται πάνω και πίσω από τον προστάτη. Πολύ συχνά ο προστάτης παρουσιάζει ανομοιογενή εικόνα με επασβεστώσεις (προστατόλιθους), αυξημένο μέγεθος (οίδημα) και διόγκωση των σπερματοδόχων κύστεων. Τα ευρήματα αυτά είναι μη ειδικά, που σημαίνει ότι μπορεί να τα συναντήσουμε και σε άλλες παθολογικές καταστάσεις (π.χ. υπερπλασία, καρκίνος). Το έγχρωμο διορθικό υπερηχογράφημα (triplex) μπορεί ακόμη να δείξει την αγγείωση του προστάτη που έχει σημασία για τη διαφορική διάγνωση των υπερηχογραφικών αλλοιώσεων.
Ο ουροροομετρικός και ενίοτε ο ουροδυναμικός έλεγχος έχουν επίσης θέση στη διάγνωση του χρόνιου πυελικού άλγους. Αυτό διότι, όπως προαναφέρθηκε, οι άνδρες με χρόνια προστατίτιδα μπορεί να εμφανίζουν δυσχέρεια ούρησης (αποφρακτική ούρηση). Πιστεύουμε ότι στα νέα άτομα αυτή η απόφραξη δεν είναι ανατομική, αλλά λειτουργική λόγω σπασμού και αδυναμίας χαλάρωσης των πυελικών δομών γύρω από τον προστάτη (δυσυνεργική ούρηση). Μετά την ηλικία των 40 ετών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τυχόν συνυπάρχουσες αλλοιώσεις καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη, που είναι πλέον γνωστό ότι πυροδοτούνται λόγω του χρόνιου ερεθισμού του οργάνου. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι ουκ ολίγες νευρολογικές παθήσεις μπορεί να εκδηλωθούν με συμπτώματα ούρησης (π.χ. πολλαπλή σκλήρυνση, παθήσεις της σπονδυλικής στήλης, νόσος Parkinson κ.α.).
Η ουρηθροσκόπηση και κυστεοσκόπηση συνήθως δεν απαιτούνται, παρά μόνον εκεί που ο γιατρός υποψιάζεται ανατομικά προβλήματα και θέλει να τα αναδείξει. Τέτοια προβλήματα είναι οι βαλβίδες και τα στενώματα της ουρήθρας και ο υπερτροφικός ή σκληρυντικός αυχένας της ουροδόχου κύστης. Στις περιπτώσεις αυτές ο γιατρός μπορεί να ζητήσει επίσης την εκτέλεση ειδικών ακτινολογικών εξετάσεων, όπως η ανιούσα ουρηθροκυστεογραφία, η κυστεοουρηθρογραφία κατά την ούρηση και η υπερηχο-ουρηθρογραφία.
Στους ασθενείς με οργασμική ή στυτική δυσλειτουργία μπορεί να ζητηθούν επιπλέον εξετάσεις όπως καταγραφή των νυκτερινών στύσεων ή έγχρωμο υπερηχογράφημα πέους σε ηρεμία και στύση.